φιλόκακος

φιλόκακος
φιλόκακος
loving the bad
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλόκακος — ον, ΜΑ αυτός που πρόσκειται σε καθετί το κακό, το φαύλο, ή αυτός που δείχνει συμπάθεια στους κακούς («Θερσίτην εἰσήγαγε φιλόκακον καὶ μισάγαθον», Σχόλ. Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κακός] …   Dictionary of Greek

  • φιλόκακον — φιλόκακος loving the bad masc/fem acc sg φιλόκακος loving the bad neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκάκου — φιλόκακος loving the bad masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοκάκων — φιλόκακος loving the bad masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”